- προσελκύσασθαι
- προσέλκωdraw towardsaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσέλκω — Α 1. προσελκύω 2. μέσ. προσέλκομαι α) φέρνω με το μέρος μου, παρασύρω προς εμένα («δυναμένης διὰ τὴν ὁμιλίαν τοὺς ἐραστὰς προσελκύσασθαι», Αθήν.) β) αγκαλιάζω … Dictionary of Greek